διαλάληση

διαλάληση
η
το διαλάλημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαλάληση — η (Α διαλάλησις, εως) [διαλαλώ] 1. γνωστοποίηση με κήρυκα, κοινολόγηση 2. διασυρμός, διαπόμπευση 3. διάδοση μυστικού αρχ. λόγος εκφερόμενος σε δημόσιο χώρο …   Dictionary of Greek

  • διαλαλήση — διαλάλησις talking fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβόηση — η (Α διαβόησις) νεοελλ. 1. η γνωστοποίηση που γίνεται με μεγάλη βοή, με μεγαλόφωνη διαλάληση 2. η ομαδική επιδοκιμασία και, ακόμη συχνότερα, η ομαδική αποδοκιμασία αρχ. η μεγαλόφωνη κραυγή …   Dictionary of Greek

  • διακήρυξη — η (AM διακήρυξις, εως) [διακηρύσσω] νεοελλ. 1. έγγραφη ή έντυπη αναγγελία, γνωστοποίηση προς το κοινό 2. επίσημη δήλωση θεμελιωδών αρχών ή επιδιώξεων 3. έγγραφη ανακοίνωση μιας κυβέρνησης προς άλλες κυβερνήσεις με την οποία καθορίζεται η στάση… …   Dictionary of Greek

  • διατυμπάνιση — η και ισμός, ο [διατυμπανίζω] διαλάληση, ευρεία και θορυβώδης διάδοση …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • τελάλισμα — το, ατος και ντελάλισμα, το ατος, διαλάληση, δημόσια διακήρυξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυμπανοκρουσία — η 1. η κρούση του τύμπανου, το παίξιμο του τύμπανου. 2. μτφ., θορυβώδης και επιδεικτική διαφήμιση, διαλάληση: Κυκλοφόρησε το νέο απορρυπαντικό με τυμπανοκρουσίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”